- σχολαιότης
- -ητος, ἡ, Α [σχολαῑος]βραδύτητα, νωθρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχολαιότης — leisureliness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαιότητος — σχολαιότης leisureliness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσχεση — η (Α ἐπίσχεσις) [επέχω] 1. παρεμπόδιση, σταμάτημα, συγκράτηση («ἐπίσχεσις γενέσεώς ἐστι», Πλάτ.) 2. ιατρ. έλλειψη ή κατάπαυση φυσιολογικής ρύσεως («επίσχεση τών ούρων») νεοελλ. 1. (νομ.) α) η συνέχιση τής φυλακίσεως τού οφειλέτη και μετά την… … Dictionary of Greek
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek